άρπα

άρπα
Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες κάθετα, πολλές ανισομήκεις χορδές, που καταλήγουν και στερεώνονται στο ηχείο, έναν ειδικό μηχανισμό που είναι τοποθετημένος στον χορδοστάτη και λειτουργεί με την κίνηση των ποδοπλήκτρων, και με αυτό τον τρόπο επιτρέπει την τονική αλλοίωση του ήχου των χορδών. Ιστορία. Η ά., όργανο με αρχαιότατη προέλευση, έφτασε στην Ευρώπη από την Ανατολή, όπου ήταν ευρύτατα γνωστή· οι πρώτες μαρτυρίες ανάγονται στην εποχή του αρχαίου βασιλείου της Αιγύπτου και οι σχετικές παραστάσεις δείχνουν μερικές χορδές τεντωμένες ανάμεσα στα άκρα ενός τόξου. Αργότερα, την εποχή του Μέσου και Νέου Βασιλείου, η ά. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σχημάτων, ενώ αρχίζει να τονίζεται ιδιαίτερα το διακοσμητικό στοιχείο. Η αιγυπτιακή ά. ήταν συνήθως μεγάλου σχήματος και παιζόταν καθιστά (σπάνιες είναι στην Αίγυπτο οι περιπτώσεις φορητής ά.). Αντίθετα, στη Συρία η ά. ήταν μικρότερων διαστάσεων, πάντα φορητή και παιζόταν περπατητά. Η τελευταία άλλαξε σχήμα και από τοξοειδής έγινε γωνιώδης. Στην Ευρώπη η ά. πρωτοεμφανίζεται στις βόρειες χώρες (συγκεκριμένα στην Ιρλανδία και τη Σκοτία) ανάμεσα στον 8o και 9o αι. μ.Χ. Προέρχεται από την αιγυπτιακή και έχει τις ίδιες διαστάσεις, καθώς και το ίδιο επίμηκες σχήμα του ηχείου. Αρχικά –είτε τοξοειδής είτε γωνιώδης– η ά. ήταν πάντα ανοιχτή από το ένα μέρος. Αντίθετα στην Ευρώπη με την εισαγωγή του κιονίσκου, στοιχείου διακοσμητικού και πρακτικού ταυτόχρονα, αλλάζει οριστικά σχήμα και γίνεται τριγωνική. Η ά. διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και υιοθετήθηκε από τους περιπλανώμενους τραγουδιστές· χάρη στην κομψότητά της έγινε αντικείμενο ξεχωριστής φροντίδας, ιδιαίτερα των Γάλλων και Βαυαρών κατασκευαστών, ενώ οι κυρίες της αριστοκρατίας την προτιμούσαν για την ποιότητα του ήχου της ως στόλισμα των σαλονιών τους. Το ενδιαφέρον των μουσικών για το όργανο αυτό αυξήθηκε παράλληλα με την τεχνική τελειοποίησή του. Υπήρχαν ά. διπλές, με 58 χορδές, τοποθετημένες σε δύο σειρές, καθώς και ά. χρωματικές με δίχρωμες χορδές: άσπρες για τους διατονικούς φθόγγους και μπλε για τους χρωματικούς. Υπήρχε ακόμα ά. με σύστημα χορδών που άλλαζε διατονικό ύψος με ειδικά μικρά άγκιστρα που τα χειριζόταν o εκτελεστής, καθώς και ά. με ποδόπληκτρα που επέτρεπαν την αυξομείωση στο τέντωμα των χορδών, πετυχαίνοντας έτσι μηχανικά μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Τέλος, υπάρχει η σύγχρονη ά. με ποδόπληκτρα και από τις δύο πλευρές, που κατασκευάστηκε το 1828 από τον Σεβαστιανό Εράρ και καθιερώθηκε πια ως όργανο ορχήστρας και συναυλιών. Η ά. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όργανο ορχήστρας το 1607 από τον Μοντεβέρντι στην όπερά του Ορφεύς. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ήδη στην Ιταλία εξαίρετοι εκτελεστές του οργάνου αυτού. Η ά. χρησιμοποιήθηκε στα μελοδράματα των Χέντελ, Γκλουκ, Ροσίνι και Βέρντι ιδιαίτερα ως όργανο συνοδείας των μονωδικών μερών. Στα μελοδράματα μάλιστα Ορφεύς και Ευρυδίκη του Γκλουκ και Αΐντα του Βέρντι, η ά. γίνεται ένα όργανο συνοδείας που ταιριάζει απόλυτα στο σκηνικό περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ο μύθος των έργων αυτών. Με τους μεταγενέστερους μουσικούς, όπως o Μπερλιόζ, o Λιστ, o Βάγκνερ, o Στράους, ο Ντεμπισί και ο Ραβέλ, η ά. απέκτησε μια ιδιαίτερη εκφραστική αξία τόσο στον τομέα της συμφωνικής μουσικής όσο και στον τομέα της μουσικής δωματίου. Σύγχρονη άρπα που έχει κατασκευαστεί το 1831 στο Λονδίνο (Μουσείο της Επιστήμης και της Τεχνικής, Μιλάνο· φωτ. Mercurio-Pelegrini).
* * *
η
έγχορδο μουσικό όργανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άρπα-κόλλα — ή στο άρπα κόλλα στα γρήγορα, πολύ βιαστικά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό της προστακτικής των ρ. αρπώ και κολλώ, με επιρρηματική σημασία (πρβλ. «άψε σβήσε»)] …   Dictionary of Greek

  • άρπα — η (λ. ιταλ.), παλιό έγχορδο μουσικό όργανο τριγωνικού σχήματος που παίζεται με τα δύο χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρπάσας — ἁρπά̱σᾱς , ἁρπάζω snatch away fut part act fem acc pl (doric) ἁρπά̱σᾱς , ἁρπάζω snatch away fut part act fem gen sg (doric) ἁρπάσᾱς , ἁρπάζω snatch away aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρπας — ἅρπᾱς , ἅρπη bird of prey fem acc pl ἅρπᾱς , ἅρπη bird of prey fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χἀρπάσαι — ἁρπά̱σᾱͅ , ἁρπάζω snatch away fut part act fem dat sg (doric) ἁρπάσαι , ἁρπάζω snatch away aor inf act (doric) ἁρπάσαῑ , ἁρπάζω snatch away aor opt act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπαμένου — ἁρπᾱμένου , ἁρπάζω snatch away fut part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσαι — ἁρπά̱σᾱͅ , ἁρπάζω snatch away fut part act fem dat sg (doric) ἁρπάζω snatch away aor inf act ἁρπάσαῑ , ἁρπάζω snatch away aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάσαις — ἁρπά̱σαις , ἁρπάζω snatch away fut part act fem dat pl (doric) ἁρπάζω snatch away aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρπαν — ἅρπᾱν , ἅρπη bird of prey fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”